- αίθω
- αἴθω (Α)1. ανάβω, καίω (χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.)2. (αμτβ.) φλέγομαι, λάμπω3. παθ. φλέγομαι, καίγομαι (στον Όμηρο μόνο στη μετοχή: «πυρὸς μένος αἰθομένοιο»)4. Στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα από την ύπαρξη κυρίου ονόματος Αἴθων*.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα αἴθω, σε σημαντικά παράγωγα στην Ελληνική, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *aidh- «φλέγομαι, καίω», ρίζα στην οποία ανάγονται πολλές λέξεις τών ΙΕ γλωσσών από το i-n-ddhe «φλέγεται» τής Αρχ. ινδικής (πρβλ. ελλην. ἰθ-αίνω από την ίδια βαθμίδα ρίζας και με το ίδιο έρρινο επίθημα -η-) μέχρι τα aedes «αίθουσα, ναός, οικία», aestas «άνοιξη», aedificave «οικοδομώ, δημιουργώ» τής Λατινικής ή το ete «άνοιξη» (< aestas) τής Γαλλικής και τα edifice «οικοδόμημα» και edify «εποικοδομώ, προάγω» τής Αγγλικής. Το ήδη ομηρ. αἴθω (που στην Αττική αντικαθίσταται εξ ολοκλήρου από το καίω) ξεκινάει από τη σημασία «φλέγομαι, καίω», για να περάσει τόσο το ίδιο όσο και πολλά παράγωγά του σε συναφείς, παράγωγες σημασίες: «λάμπω» - «φωτίζω» - «λαμπερός, φωτεινός» - «καμένος» - «μαύρος» - «στάχτη» κ.λπ. Έτσι προέκυψαν λέξεις τής Ελληνικής, όπως αἴθουσα (ενν. στοὰ) «εξωτερική στοά όπου άναβαν στις αρχές φωτιά» (chantraine), αἶθος «θερμότητα, φωτιά», αἰθὸς «πυρώδης - φλογερός», Αἰθίοπες «με φλογερή όψη», αἰθάλη «καπνός, καπνιά», αἰθὴρ «το ανώτερο και καθαρότερο στρώμα τής ατμόσφαιρας», αἴθρη / αἴθρα «καθαρός ουρανός», αἰθρία «καθαρός ουρανός, καλοκαιρία», αἴθριος «καθαρός, διαυγής» κ.λπ.ΠΑΡ. αἰθάλη, αἰθήρ, αἴθουσααρχ.αἰθήεις, αἴθινος, αἴθόλιξ, αἶθος, αἰθός, αἴθυια, αἴθύσσω, αἰθων.ΣΥΝΘ. Αἰθίοψ].
Dictionary of Greek. 2013.